- υποκατάκλισις
- -ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκατακλίνω]μσν.πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτιαρχ.(κυρίως μτφ.) α) υποταγήβ) ταπείνωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκατακλίσεις — ὑποκατάκλισις taking a lower place fem nom/voc pl (attic epic) ὑποκατάκλισις taking a lower place fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατάκλισιν — ὑποκατάκλισις taking a lower place fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατακλίσεως — ὑποκατακλίσεω̆ς , ὑποκατάκλισις taking a lower place fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)